- ἀτάρβητος
- ἀτάρβητοςwithout fearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατάρβητος — ἀτάρβητος, ον (Α) 1. ατρόμητος, άφοβος 2. εκείνος τον οποίο δεν φοβάται ή δεν λογαριάζει κάποιος … Dictionary of Greek
ἀταρβήτως — ἀτάρβητος without fear adverbial ἀτάρβητος without fear masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάρβητον — ἀτάρβητος without fear masc/fem acc sg ἀτάρβητος without fear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβήτοιο — ἀτάρβητος without fear masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβήτοις — ἀτάρβητος without fear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβήτοισι — ἀτάρβητος without fear masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβήτου — ἀτάρβητος without fear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβήτων — ἀτάρβητος without fear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβήτῳ — ἀτάρβητος without fear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάρβητα — ἀτάρβητος without fear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)